Τρίτη 21 Απριλίου 2015

Μεθυσμένες εξομολογήσεις.

Δεν ξέρω γιατί στα λέω τώρα. Ναι όντως, ίσως είναι αργά. Αλλά κατά βάθος πάντα ήξερες μέσα σου πόση αγάπη είχα για σένα. Ποτέ μου δεν κατάφερα να νιώσω αυτό που μου πρόσφερες εσύ.
Λένε πως η αγάπη είναι επικίνδυνη πολλές φορές, γνώριζα τον κίνδυνο παρόλ' αυτά, δεν με ένοιαζε να «πέσω», ήξερα το τέλος του βιβλίου μας από την αρχή, ή θα τα παίξεις όλα για όλα ή θα καείς. Άρπαξα όμως το ρίσκο σαν να μην υπήρχε επόμενο ξημέρωμα.

Άλλωστε με έκανες δικιά σου με ένα σου βλέμμα, με μια τζούρα από το εθιστικό άρωμα σου, που με ταξίδευε σε τόπους και φαντασιώσεις πλάνες και γλυκά καταστροφικές. Με έκανες δικιά σου. Μου αρκούσε και μόνο κάθε φορά που με είχες στην αγκαλιά σου και σιγοτραγουδούσα μέσα μου αυτή την τελευταία φράση, δικιά σου.
Δεν είχα ξαν’ αγαπήσει άνθρωπο ποτέ έτσι, δεν ξέρω, το έχεις νιώσει ποτέ αυτό το συναίσθημα; Απλά με ένα μοναδικό βλέμμα να βλέπεις όλη σου τη ζωή, μικρούς μελιστάλαχτους αναστεναγμούς που σου γεμίζουν το είναι και πλημμυρίζουν την καρδιά σου τόπους μαγικούς, συναισθήματα μοναδικά, χαμόγελα χρυσοκεντημένα.

Δεν είναι παρόρμηση αλήθεια. Είναι κάτι, πώς να στο πω, ουτοπικό μα συνάμα τόσο αληθινό. Πάντα γελούσα με την φράση έρωτας ισούται με πεταλούδες στο στομάχι. Θυμάσαι; Πόσο παιδιάστικα σατίριζα κάθε τι που αρνιόμουν την ύπαρξη του; Μέτα το πρώτο φιλί, το τρυφερό εκείνο άγγιγμα που μου χάρισες, ο χωροχρόνος ξαφνικά απλά σταμάτησε, μια χαοτική ζαλάδα, ένα απροσδόκητο φούντωμα  και τσουπ. Μου χτύπησαν την πόρτα οι πεταλούδες, και δεν ήταν καθόλου φιλικές. Αυτό το ανακάτεμα, η ζαλάδα, το φούντωμα δεν έλεγαν να σταματήσουν. Χανόμουν στις λέξεις σου, στο βλέμμα σου, στη φωνή σου, στο άρωμα σου.

Ο χρόνος σταμάτησε και εγώ πετούσα και χανόμουν, κρεμόμουν από τα χείλη σου, μεθούσα με τη μυρωδιά σου. Εκείνη η μέρα, εκείνο το βλέμμα μου αρκούσαν για να συλλαβίσω για πρώτη φορά τη λέξη έρωτας. Πες με παρορμητική, επιπόλαια αλλά από εκείνη τη μέρα, εκείνο το λεπτό, ήξερα πως ήσουν ο άνθρωπος μου. Μια στιγμή, ένα μέρος, μια ψυχή, την πιο απροσδόκητη στιγμή, αρκούν για να σκίσεις το καταπιεσμένο κεφάλαιο της ζωής σου και να δώσεις πνοή και ζωή στο επόμενο που σου χτυπάει την πόρτα.

Και το επόμενο ήσουν εσύ μάτια μου, ήσουν εσύ. Ήξερα καλά την μοναδικότητα σου, ο απροσδιόριστος πόνος μα συνάμα η εκκωφαντική λαχτάρα που έβγαζες πάντα μου προξενούσαν ένα περίεργο μυστήριο. Σε θεωρούσα κάτι άπιαστο, κάτι μελαγχολικά ελκυστικό, αυτό ήταν που με τραβούσε βέβαια σε εσένα. Αυτή η ανεξήγητη λύπη στο βλέμμα σου, η περιέργεια που παρακολουθούσες τους ανθρώπους, εξονυχιστικά από πάνω μέχρι κάτω, σαν κάτι να έψαχνες να βρεις. Δεν φοβόσουν τίποτα και κανέναν, βασικά όχι φοβόσουν. Εμένα.
Ποτέ μου δεν κατάλαβα το γιατί, πάντα με κοιτούσες και με πλησίαζες με ένα απροσδόκητο και ανεξήγητο φόβο και άγχος, σαν να έτρεμες να μη ραγίσεις το αγαπημένο σου παιχνίδι. Μου φαίνεται αστείο κάπως, ξέρεις. Όλα αυτά περί έρωτα με ροζ συννεφάκια και λουλουδένια όνειρα ποτέ δεν μπορούσα να τα καταλάβω. Η γλυκανάλατη εκδοχή της αγάπης και του έρωτα ήταν για μένα μια κακόγουστη υπερεκτιμημένη προβολή των χαζοχαρούμενων κοριτσιών. Μήπως έχω γίνει και εγώ μια από αυτές; Η αλήθεια, ούτε που με νοιάζει πλέον. Τώρα ξέρω καλά με τι έχω να κάνω. Δεν πας κόντρα σε μια τέτοια φουρτούνα, ανιδιοτελή που σε μαγνητίζει και σε παρασέρνει στη δίνη της, για μια παρορμητικά μεθυστική επιβίωση αισθημάτων. Δεν πας μάτια μου.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου