Τρίτη 21 Απριλίου 2015

Ένα τζόνι σε ψηλό.

Επιστρέφω έπειτα από δυο χρόνια στα γνώριμα μου στέκια. Αγνώριστος. Αλλά κι έτσι να μην ήμουν, όταν είσαι καμένο χαρτί δεν τη φοβάσαι τη φωτιά.


Τούτο το κακόφημο μπαρ, μια καντίνα για μετά και το φεγγάρι, κάποτε ήταν αρκετά για να φτιάξουν τα βράδια μου.

Αγγίζω, σχεδόν ερωτικά το χερούλι της ξύλινης πόρτας και μπαίνω στο δεύτερο «σπίτι» μου. Δεν ήταν οργανωμένο το μαγαζί, αλλά τα Σαββατοκύριακα μάζευε αρκετό κόσμο. Φασαρία, κακό. Αντρικά βλέμματα εστιασμένα πάνω σε γυναικεία μπούστα και πισινούς.

Αφουγκράζομαι κάθε λεπτομέρεια, κάθε περιβάλλοντα ήχο, ψάχνοντας την αίσθηση του οικείου. Εκείνη την ασφάλεια του γνώριμου, που λατρεύω. Να τη! Η άκρη μου. Ενάμισι μέτρο αριστερά από το τελευταίο παράθυρο του μαγαζιού. Κάθομαι περιμένοντας τη σερβιτόρα…
Δίπλα μου, ένας πατέρας νουθετεί το γιο του. «Γίνε ό,τι θέλεις, μόνο μπάτσος μη γίνεις.» Ξάφνου, έρχονται θύμησες του δικού μου πατέρα. Τα λόγια του. «Κοίτα να βολευτείς σε κάποιο σώμα ασφαλείας αλλιώς θα σου σπάσω τη μέση.» Ποτέ μου δεν γούσταρα τα «βολέματα», αλλά και η μέση μου, ευτυχώς άντεξε. Παρά τα είκοσι εφτά δύσκολα χρόνια λειτουργίας της.

- «Θα παραγγείλετε;»
- «Ένα τζόνι… σε ψηλό.»

Έρχεται το ποτό κι αρχίζω το αγαπημένο μου χόμπι. Χαζεύω τον κόσμο. Ρέμπελοι κάθονται και καταπίνουν οινόπνευμα. Πολύ οινόπνευμα. Μια μεγάλη δυσδιάκριτη μουτζούρα στον τοίχο υποδηλώνει ότι η τέχνη είναι παντού. Θύμησες του πατέρα, γι‘ άλλη μια φορά. Καθώς κι εκείνος μουτζούρωνε τους τοίχους στις οικοδομές. Τι σου είναι τελικά η επιλεκτική μνήμη; Απ’ τη μια σου δίνει άλλοθι κι από την άλλη σε θρυμματίζει… Η απώλεια. Δεν έδειχνα το πόσο με ενοχλούσε. Δεν δείχνω αυτό που με ενοχλεί. Λάθος μου. Μεγάλο! Αλλά κάποιοι άνθρωποι δεν κάνουν ποτέ μικρά λάθη.

Οι ώρες περνούν και το αλκοόλ ρέει. Το ποτό γίνεται μπουκάλι. Μισοάδειο. Ακούω τον ήχο της μηχανής ενός αυτοκινήτου. Κάποιος φεύγει, σκέφτομαι… Τα φώτα περνούν στο εσωτερικό του μαγαζιού, δυσανασχετώντας τους μεθυσμένους θαμώνες. Δυο – τρείς βάζουν τα χέρια μπροστά στα πρόσωπά τους. Ενώ πιο ‘κεί μια ατάραχη νεαρά αδιαφορεί και συνεχίζει να λικνίζεται σε έναν σκοπό που μαρτυρούσε έρωτα. Μόλις απέκτησε η νύχτα μου, λίγο ενδιαφέρον παραπάνω.
Δεν υπάρχει αυλαία, δεν υπάρχουν σκηνικά. Μονάχα εκείνη και αρχίζεις και πλέκεις το σενάριο, στον δρόμο για την κατάκτηση. Σιγά – σιγά χανόντουσαν τα φώτα του αυτοκινήτου, αφήνοντας πίσω τους ένα εκκωφαντικό «σκάσιμο».

Μένω να παρατηρώ το «θήραμα» κι έπειτα ενεργώ διακριτικά. Δεν θυμάμαι και πολλά από τη συνέχεια. Μονάχα ότι με ξύπνησε το φως του ήλιου, δίπλα της, μέσα σ’ ένα άηχο δωμάτιο. Κι άρχισε να διαφαίνεται η αλήθεια. Δυο γυμνά κορμιά κι ύποπτοι λεκέδες στα σεντόνια και στους τοίχους.
Μόλις σπατάλησα άλλη μια νύχτα, σκέφτομαι. Κι όλα αυτά για την αγάπη που δεν μου δόθηκε. Για τα χέρια που ‘μείναν άδεια. Κοιτάζω αυτόματα τα χέρια μου… Γραμμές θλιμμένες κι αποκλίνουσες. Αποκλίνουν από την αγάπη σου. Κι ένα μονόγραμμα, ψηλά στο αριστερό μπράτσο. Το ψηλαφίζω, στιγμιαία.

Τελικά… όσα «ξένα κρεβάτια» κι αν μετρήσεις θ’ ανήκεις πάντοτε σ’ αυτό που σου λείπει κι όχι σ’ αυτό που κοιμάται δίπλα σου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου